πολλότης

πολλότης
πολλότης
plurality
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολλότης — ητος, ἡ, Α το να είναι κάτι πολύ, πληθύς, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • πολλότητες — πολλότης plurality fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλότητος — πολλότης plurality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρική σχολή — Φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας. Ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές, μαζί με τις σχολές των κυνικών και των κυρηναϊκών. Άνθησε τον 4o αι. π.Χ. και ιδρυτής της ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”